- αὐτοσχεδίας
- αὐτοσχεδίᾱς , αὐτοσχέδιοςhand to handfem acc plαὐτοσχεδίᾱς , αὐτοσχέδιοςhand to handfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
αλαλούμ — το (άκλιτο) 1. είδος αυτοσχέδιας τελετής, συχνής στα παλαιότερα θεατρικά χρονικά, σπανιότερης σήμερα, με την οποία ένας θίασος υποδεχόταν έναν πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό 2. μτφ. χάος, ανοργανωσιά … Dictionary of Greek
ατελλανός — ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από την πόλη Ατέλλα της Καμπανίας 2. θεατρ. «ατελλανό δράμα» η παλαιότερη αυτόχθονη ιταλική φάρσα, τύπος ίσως απλοϊκής αυτοσχέδιας κωμωδίας που απεικόνιζε τυποποιημένους χαρακτήρες … Dictionary of Greek
αυτοσχεδιασμός — Η ικανότητα να πραγματοποιεί κανείς κάτι χωρίς προπαρασκευή συχνά κάτω από την πίεση αντικειμενικής ανάγκης, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής. Ιδιαίτερα ο όρος χρησιμοποιείται στη μουσική, στον χορό και στο θέατρο για την εκτέλεση σύνθεσης,… … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — ο (λ. ιταλ.) 1. κωμικό πρόσωπο της παλιάς αυτοσχέδιας ιταλικής κωμωδίας. 2. άνθρωπος που έχει την εμφάνιση του αρλεκίνου (ρούχα παρδαλά κτλ.) ή τον άστατο χαρακτήρα του: Τον είδες προχτές πώς ήταν ντυμένος; σωστός αρλεκίνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)